- οἴστρημα
- οἴστρημαthe smart of a gadfly's stingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίστρημα — οἴστρημα, τὸ (Α) [οιστρώ] (ποιητ. τ.) 1. τσίμπημα οίστρου, αλογόμυγας, το οποίο προκαλεί μανία 2. φρ. «οἰστρήματα λύσσης» οι παράφρονες εκδηλώσεις τής μανίας … Dictionary of Greek
οἰστρήμασι — οἴστρημα the smart of a gadfly s sting neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρήματα — οἴστρημα the smart of a gadfly s sting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)